- αὐλήτρια
- αὐλήτριαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐλητρίᾳ — αὐλητρίᾱͅ , αὐλήτρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίας — αὐλητρίᾱς , αὐλήτρια fem acc pl αὐλητρίᾱς , αὐλήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλήτριαν — αὐλήτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός … Dictionary of Greek